-
1 золото
хим. (Au) ο χρυσ/όςразг. το χρυσάφιподвергать - аффинажу εμπλουτίζω το -, καθαρίζω το -червонное - ερυθρός -, βενετσιάνικος/ενετικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золото
-
2 железо
-а ουδ.1. σίδηρος, σίδερο•кованое железо σίδερο ελατό η σφυρήλατο•
листовое -σιδερόφυλλα•
прокатное железо ελκύστρου ή ελάστρου χάλυβας ή σίδερο ή ράβδος ελατή•
брусковое-- σιδερένια ράβδος τετραγωνικής διατομής•
кровельное железо λαμαρίνα, έλασμα, φύλλο σιδήρου•
оцинкованное железо φύλλο σιδήρου επιφευδαργυρωμένο.
2. φάρμακο σιδηρούχο•принимать железо παίρνω σιδηρούχο φάρμακο.
3. (παλ.,) δεσμά, αλυσίδες, σίδερα.